ξωμένω

ξωμένω
μένω έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω, με σίγηση τού αρκτ. ε-, + μένω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξωμένω — ξώμεινα, μένω έξω από το σπίτι, στο ύπαιθρο: Χτες βράδυ ξωμείναμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”